Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Vindictae Trahit Exitium




Μέσα από την μήτρα της μάνας παρακολουθεί το έργο. Εξελίσσεται σαν ένα δύωρο θρίλλερ γνωρίζοντας με κάθε λεπτομέρεια τα χέρια του δολοφόνου που φοράνε τα γάντια. Γάλα και μέλι φέρτε να απολαύσει το θέαμα καθώς θα γκρεμίζεται συνθέμελα το οικοδόμημα. Από την βάση εως την κορυφή, από τον πυρήνα εως τον απέραντο ουρανό, να εξαπλωθεί η φωτιά, τα κύματα να καλύψουν κάθε δέντρο, κάθε πέτρα, κάθε κόκκο άμμου, τις απέραντες ερήμους με τους αρρώστους που λιμοκτονούν, τις βίλες με τις πισίνες των χοντρών πλούσιων, μικρά σπιτάκια σε λιβάδια που βόσκουν προβατάκια, τα κατεψυγμένα ψάρια τις γειτόνισας, μέχρι και την μπουγάδα της. Και σηκώνεται το μαχαίρι, κατευθυνόμενο από το ψεύτικο χέρι με το γάντι, δίχως σάρκα, δίχως οστά, ένα πλαστικό, μαύρο, γυαλιστερό εργαλείο με μία λεπίδα στην άκρη. Και φωνάζει : "Κανένας οίκτος!". Μία στριγγλιά, γεμάτη οργή, μελαγχολία και σιγουριά για το τέλος της πράξης. Αλλά ο ηθοποιός κολλάει. Κάτι μέσα του αντιστέκεται. Μήτε ματαιοδοξία, μήτε φόβος, μήτε το φως τον τυφλώνει, μήτε σκοτάδι απύθμενο τον εμποδίζει. Κάπου διστάζει. Χάνεται για λίγο, σαν να τον αφήνουν οι αισθήσεις του. Μάτια αθώα, ένοχα τον κοιτάζουν. Τύψεις καβάλα σε άλογο που έριξε τον καβαλάρη, επαναστάτησε ενάντια στα τσουχτερά σπιρούνια. Τρέχουν τα άλογα μόνα τους, τρέχουν στην έρημο του φόβου. Τα δέντρα γδάρθηκαν, ξεφλούδισαν και γύμνωσαν την ομορφιά τους μπροστά στο τσεκούρι του αδίστακτου ξυλοκόπου.
Το μαχαίρι κατεβαίνει, οι φωτιές αφινιάζουν, θύελλες ξεσπούν, κύματα ξεσηκώνονται, μάτια γυαλίζουν, στεγνό λαρύγγι πάλλεται. Τί είναι το αίμα μπροστά στη μορφή που πλησιάζει, σε παίρνει, σου λέει πες "Αντίο", σε βγάζει από την μουχλιασμένη σου γωνιά και ταξίδι για το άγνωστο σε πάει. Πες "Αντίο" στον οίκτο, άνθρωπε, ποντίκι, σαύρα ή αλεπού παμπόνηρη. Πες "Αντίο" στον ήλιο κάκτε ξερέ, τριαντάφυλλο με τα απαλά ροδοπέταλα και πεταλούδα που μοναχή κι ευτυχισμένη πετάς με το φύσημα του ανέμου. Τέλειωσε το παραμύθι σου, το όνειρό σου σβήστηκε από τη μνήμη, από την άμμο πάνω που ζωγράφιζες έφυγε, εξανεμίστηκε, άσε το σαμάρι γάιδαρε, κλείσε τα γουρλωτά τα μάτια σου σοφή, περήφανη κουκουβάγια, μυρμήγκια σχολάσατε τέλειωσε μια για πάντα το καλοκαίρι, για σας πολικές αρκούδες το τρίχωμα δεν σας σώζει. Πηγαίνετε σε χώρες μακρινές, εκεί που οι άγγελοι φοβούνται μήπως καούν τα φτερά τους, εκεί που οι δαίμονες φοβούνται το σκοτάδι. Παίξε μουσική, παίξε με τις νότες που ψηλά ανεβαίνουν ύπουλα και πέφτουν σαν χείμαρροι. Χόρευε, χόρευε, χόρευε στο σκοινί ακροβάτη, παίξε με τους νόμους. Λικνίσου στους ρυθμούς της καταστροφής με χάρη, γλυκιά, λευκή μπαλαρίνα με τα στενά παπούτσια. Εργάτη πιάσε το αμόνι και βάρα το σφυρί. Γιατρέ πέταξε τις ενέσεις, σκάψε τα ρουθούνια και κάνε συλλογή από μύξα κολλώδη να συνθέσεις το τέλειο δηλητήριο. Έλα κι εσύ νεκροθάφτη, ανέστησε τους πελάτες σου κι άσε τον Χάρο να τραβάει κουπί ασταμάτητα μέσα στην λίμνη του χρόνου.
Έπεσε η λεπίδα, μα το πρόσωπο δεν φανερώθηκε, κι έμεινες να κοιτάς το τοπίο της αναγέννησης, εσύ αγέννητο βρέφος. Όσο κι αν σκούξει η μάνα, τη ζέστη της κοιλιάς δύσκολα εγκαταλείπεις. Μα η μοίρα σου είναι διαφορετική από αυτή που περίμενες, βρέφος. Μέσα από τον κόλπο θα πεταχτείς, τα γάντια θα σε γραπώσουν και μέσα στη σιωπή, το κλάμα σου θα σπάσει το φράγμα της ζεστασιάς και θα περιτριγυρίζεσαι από λουλούδια επισκεπτών που σε καλωσορίζουν στην επόμενη πράξη του έργου. Πρωταγωνιστής πλέον, εσύ, ω βρέφος, μπορείς να ζήσεις από κοντά το αριστούργημα της καταστροφής. Η ευτυχία στην ανεμοδαρμένη ράχη της καμήλας, ο οίκτος στην γωνία ενός πολύχρωμου κελιού, τα απαθές μάτια του θεατή, στυλοβάτες κατακρεουργημένοι για την έναρξη του αρμαγεδώνα, αναμένουν με το χαμόγελο στα χείλη. Να γιορτάσουν το τέλος. Να τα δουν όλα να πέφτουν στα χέρια της μαμάς. Να στροβιλίζονται μέσα στην σπείρα της ανθρώπινης ύπαρξης εξεσφενδονίζοντας σπίθες κόκκινες με τη φορά της κεντρομόλου. Και να ξεφεύγει η τελευταία ακτίνα από την σπείρα και να κατευθύνεται πάλι στην μήτρα. Πίσω, εκεί, στην υγρή, ζεστή αγκαλιά της αιωνιότητας, να κουλουριαστεί και να κρύψει ό,τι πήρε μαζί της στο πέρασμά της, ό,τι συνέθλιψε, ό,τι εξόντωσε. Για να το ξεράσει πάλι πίσω. Χαμογελώντας.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καχυποψία, φόβος, μίσος κ απάτες συννεφιάζουν τα πάντα... δύσκολο να δεις, το μέλλον είναι.
Οι νέοι ζητούν αθανασία. Δεν τη βρίσκουν κ επειδή συμβιβασμό δεν καταδέχονται, αρνούνται τα πάντα... Όχι όλοι οι νέοι, αυτοί που είναι πληγωμένοι από την αλήθεια.
Αν η κόλαση και η καταστροφή έχουν τόσα κοινά με την καθημερινότητα, τότε δεν έχουμε παρά να περιμένουμε για... τον παράδεισο!