Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Red Light District




- "Μου έπεσε γαμώτο! Μου έπεσε! Δεν το πιστεύω!", σκέφτηκα και έπεσα στο κρεβάτι σκεφτικός και χαμένος στον κόσμο μου.
- "Τί έγινε μωρό μου; Έχουμε πρόβλημα;", είπε η γυναίκα, χαρίζοντας μου ένα γλυκό χαμόγελο. Ήταν πανέμορφη.
- "Όπα όπα! Τί έγινε ρε παιδιά;", φώναξε ο τύπος που μας κοίταζε από μία καρεκλίτσα. Σηκώθηκε και με πλησίασε.
- "Ρε αγόρι μου τί έπαθες; Πεσμου το πρόβλημά σου να το λύσουμε τώρα. Αφού τα είπαμε ρε αγόρι μου : Όχι άγχος, απελευθερώσου! Απελευθερώσου ρε!"
- "Δεν είναι τίποτα θα μου περάσει", του είπα.
- "Θέλω να του φέρετε κοκκαϊνη, πρωτείνη, ό,τι θέλει! Δεν γίνεται να έχουμε τέτοια προσόντα μπροστά στα μάτια μας και να μην τα εκμεταλλευόμαστε! Γρήγορα κουνηθείτε! Κι εσύ ρε Τζίνα κορίτσι μου τί κάθεσε και με κοιτάς έτσι; Κάντον να νιώσει λίγο άνετα κορίτσι μου! Άντε κουνηθείτε να κάνουμε τη δουλειά μας!"
Ήταν φίλος μου, γνωριζόμασταν πολλά χρόνια. Είχαμε κάνει πολλά αλλά κάτι τέτοιο δεν το περίμενα ποτέ. Κάθε φορά που έκανα κάτι καινούργιο χρειαζόμουν τον χρόνο μου για να προσαρμοστώ με τις συνθήκες και να το κάνω σωστά. Όταν έχω τον χρόνο που χρειάζομαι για να νιώσω οικοιότητα με τις συνθήκες, όχι απλά κάνω κάτι σωστά αλλά το κάνω τέλεια. Έχω μία τελειομανία αλλά χρειάζομαι ώθηση.
Πήρα ένα χαπάκι και δύο κάψουλες. Σηκώθηκα και έκατσα δίπλα στον φίλο μου που το κανόνισε όλο αυτό και ουσιαστικά ήταν ο οργανωτής όσον αφορά τον απαραίτητο εξοπλισμό, τα απαραίτητα άτομα, τον χώρο και το κεφάλαιο. Άναψα τσιγάρο.
- "Λοιπόν, μη σε νοιάζει τίποτα, σε λίγο τα πάντα θα έχουν λυθεί", μου είπε ο Βασίλης.
- "Δεν αγχώνομαι. Ξέρω ότι όλα θα πάνε καλά. Απλά χρειάζομαι χρόνο για να εξοικοιωθώ με τον χώρο, ξέρεις. Τόσα άτομα εδώ μέσα και οι προβολείς πάνω μου, λες και είμαι κάποια διασημότητα."
- "Είσαι διασημότητα ρε! Ναι, αυτό είσαι! Είσαι μία διασημότητα! Θα είσαι εξώφυλλο σε κάθε περιόδικο. Είσαι ο μόνος σύγχρονος του είδους, το ξέρεις. Λοιπόν, άντε πάμε. Παιδιά ετοιμαστείτε, αρχίζουμε. Είσαι έτοιμος;"
- "Ναι, ναι ας το κάνουμε!", του απάντησα αποφασισμένα.
Πήγα στο κρεβάτι και ανέβηκα όρθιος πάνω. Η Τζίνα γονάτισε μπροστά μου και ξεκίνησε να μου παίρνει πίπα με τον μοναδικό επαγγελματικό της τρόπο. Ένιωθα τέλεια. Μου ξέφυγε ένα χαμόγελο προς άγνωστη κατεύθυνση. Ένιωσα την ενέργεια να με πνίγει. Άρχισα να ιδρώνω και πήρα την Τζίνα την έβαλα στα τέσσετα και της τον έβαλα από πίσω βίαια. Άρχισα να κινούμε μπρος πίσω γρήγορα και με ρυθμό. Κατέβηκα από το κρεβάτι, έπιασα την Τζίνα, την σήκωσα στον αέρα, την κόλλησα στον τοίχο. Είμαστε και οι δύο σε έκσταση. Είχαμε αποβάλλει κάθε επαγγελματισμό. Πηδιόμαστε και το απολαμβάναμε και οι δύο. Εγώ ήμουν ερασιτέχνης ενώ αυτή επαγγελματίας. Εκείνη την ώρα όμως μπορούσα να ξεχωρίσω τις επαγγελματικές, υποκριτικές αντιδράσεις από τις αυθόρμητες και αληθινές. Και η Τζίνα το απολάμβανε εκείνη την ώρα όσο κι εγώ. Φωνάζαμε και οι δύο και πηδιόμαστε σαν τα σκυλιά.
- "Έτσι αγόρι μου έτσι!", άκουστηκε μία φωνή δυνατά στο δωμάτιο. Σταμάτησα για λίγο και κοίταξα τον Σπύρο. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Ο Σπύρος ήταν και αυτός μέσα στην ομάδα που το οργάνωσε όλο αυτό. Παρασυρόταν εύκολα από τα γεγονότα και όταν χαιρόταν εκδήλωνε την χαρά του ανοιχτά. Σε όλο το γύρισμα ήταν ο κάμερα-μαν και σε κάθε πλάνο τον έβλεπα που έδινε τα πάντα για να βγει όσο καλύτερα γινόταν η δουλειά. Ανταλλάξαμε γρήγορες ματιές με τον Βασίλη και τον Σπύρο και χαμογελάσαμε.
- "Συνεχίζουμε, συνεχίζουμε", είπε ο Βασίλης, "είναι τέλειο"
Βρισκόμουν μέσα σε μία σουίτα, με δύο φίλους μου, μία γυναίκα και τρεις αγνώστους - ένας για τον ήχο, ένας μάνατζερ και ένας βοηθός. Κι εγώ ήμουν απλά εκεί. Όλοι κρεμιόντουσαν από το πέος μου...

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Ποιον είπες πιόνι μωρή άρρωστη;


Πάρτα μωρή άρρωστη

Είμαστε πιόνια.
Μιας πανούργας αέναης διαδικασίας.
Ενός αδύναμου, χρεωμένου χασάπη.
Σε πιο Θεό να προσκυνήσω;
Με πια οργή να εκφράσω τα δάκρυά μου;
Επιμένουμε στους κανόνες της σκακιέρας.
Νυχτόβια ζώα, μας κουράζει το φως της μέρας.
Σου είπα…
Είμαστε πιόνια.
Μιας άκαρπης, δυσανάλογης δύναμης αυθεντίας.
Ενός τράγου, σάτυρου σε μία Διονυσιακή πομπή.
Σε πιο ψέμμα να πιστέψω;
Με ποιο νόμο να διαγράφω την πορεία της ζωής μου;
Συντηρούμε το φάρμακο της ευθανασίας μας.
Χειρουργημένοι ασθενείς, ράμματα που αφήνουν ανοιχτές τις πληγές μας.
Αφού στο είπα…
Είμαστε πιόνια.
Σαν ο φαντάρος θα βγει στη σκοπιά,
Μία λάμψη ενός όπλου θα του στερήσει την κραυγή,
Ένας θόρυβος θα καλύψει τη ζωή,
Μία άρνηση σε αυτό που έχει ήδη αρνηθεί.
Μαθαίνω να λέω Ναι!
Στα ουράνια βέλη με φωτιά θα σπέρνω ανέμους
Αντίθετους στα ρεύματα των ποταμών.
Δεν θα στο ξαναπώ…




Ρομαντικό

Αχ τα πουλάκια κελαηδούν.
Αχ το φεγγάρι λάμπει.
Αχ μη μου τα πρήζετε.
Μόνο ζητάω αγάπη.

Αχ μ’αρέσει να γελώ.
Αχ χαμόγελα αποζητώ.
Αχ και να 'μουν δονητής
Με μπαταρίες να χύνω.

Αχ φάνηκε ο ήλιος
Αχ έλαμψε το τοπίο
Αχ βλέπω ορίζοντα
Ξέρω που να στοχεύσω.

Αχ το φεγγάρι έφυγε
Αχ πάει και ο ήλιος.
Αχ το πουλί μου έπεσε
Αχ ξενερώσαμε όλοι.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Κάθε πρωί θα πίνω ουίσκι



Μπήκε στο προαύλιο του σχολείου. Ένα παιδάκι έπαιζε μπάσκετ μόνο του. Πήγε κοντά του. - Εδώ ψηφίζουμε;
Το παιδάκι γύρισε προς το μέρος του.
- Έτσι μου είπε ο μπαμπάς. Και ο μπαμπάς ποτέ δεν έχει άδικο. Του είπα ότι δεν είναι για μένα οι εκλογές αλλά με πίεσε. Οι εκλογές, λέει, είτε είναι είτε δεν είναι για σένα θα ψηφίσεις ότι σου πω για να μην σου αστράψω κατακέφαλο. Οπότε ναι εδώ ψηφίζουμε.
Περίμενε στην ουρά. Ένας από τους επιτηρητές-αστυνόμους που φρόντιζαν για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, τον κοίταζε περίεργα. Έκανε υπομονή και δεν του έδινε σημασία μέχρι που περνώντας από δίπλα του για να μπει στην αίθουσα του έδωσε μία γερή σπρωξιά με τον ώμο και του χαμογέλασε. Έδωσε την ταυτότητα, πήρε τα ψηφοδέλτια και περίμενε πέντε λεπτά μέχρι να ανοίξει την κουρτίνα ο προηγούμενος. Ενώ περίμενε στεκόταν όρθιος και διστακτικός. Η κουρτίνα άνοιξε, βγήκε ένας κύριος με γυαλιά, άσπρα μαλλιά και μελαγχολικό πρόσωπο. Αντάλλαξαν μερικές ματιές σαν να λέει ο ένας στον άλλο "Στηρίζομαι πάνω σου". Μπήκε πίσω από την κουρτίνα.
Κοιτούσε όλα τα ψηφοδέλτια αγχωμένος. Τα πήρε όλα τα έσκισε και πέταξε ψύχραιμα στην μαύρη σακούλα. Κοίταξε τον φάκελο. Τον έσκισε κι αυτόν και τον πέταξε. Έμεινε για ένα τέταρτο χωρίς να κάνει τίποτα κοιτώντας το ταβάνι. Παραμέρησε την κουρτίνα. Ένας μεσήλικας με γυαλιά ηλίου του έριξε μία βιαστική, επιθετική ματιά και μπήκε κατευθείαν πίσω από το παραβάν. Πέρασε δίπλα από την κάλπη και κοίταξε μία ξανθιά κυρία που είχε των κατάλογο των ψηφισάντων καθισμένη και αποροφημένη σε διάφορες σκέψεις. Της χαμογέλασε και στάθηκε μπροστά της.
- Μπορώ να έχω την ταυτότητα μου παρακαλώ;
- Με συγχωρείτε... Ψηφίσατε;
- Θα δείξει...
- Θέλετε μήπως να σας δώσουμε άλλο φάκελο;
- Όχι νομίζω ένας ήταν αρκετός...Μη σπαταλάμε χαρτί χωρίς λόγο.Χαχα!
Η ξανθιά κοίταξε τον διπλανό της που είχε τις ταυτότητες μπροστά του. Απόρησαν και οι δύο. Μάλλον το κλίμα παραήταν σοβαρό για να εκδηλωθεί γέλιο. Πήρε την ταυτότητά του. Βγαίνοντας από την αίθουσα έκλεισε πονηρά το μάτι στον αστυνόμο που στεκόταν ακόμα απ'έξω ιδρωμένος. Το παιδί έπαιζε ακόμα μπάσκετ.

...4 χρόνια μετά...
Το διαμέρισμα ήταν μισή ώρα με τα πόδια από το κοινοβούλιο. Το είχε νοικιάσει πριν ένα χρόνο περίπου και ήταν η πρώτη φορά που έμενε για πάνω από δύο μέρες. Μία απλή γκαρσονιέρα ήταν. Ξύπνησε 4 τα χαράματα ημέρα Κυριακή. Οι κινήσεις του έπρεπε να είναι προσεκτικά μετρημένες και ψύχραιμες. Οποιοδήποτε λάθος θα του κόστιζε την ελευθερία ή και τη ζωή του. Έφτιαξε ένα καφέ και κάθισε στον καναπέ. Φόρεσε ένα κουστούμι μαύρο που είχε αγοράσει ειδικά γι'αυτή τη μέρα και βγήκε έξω. Ο καιρός ήταν υγρός. Μπορεί να έβρεχε από στιγμή σε στιγμή. Δεν τον απασχολούσε ο καιρός. Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε. Οδηγούσε ένα τέταρτο όταν είδε την πλατεία που ακόμα κι αν δεν ήθελε κάτι θα πρεπε να του θυμίζει.
Μπήκε στην πολυκατοικία, ανέβηκε με τα πόδια μέχρι τον τέταρτο όροφο. Χτύπησε το κουδούνι δύο φορές. Η πόρτα άνοιξε και ένας ψηλός τύπος περίπου 28 χρονών του έδωσε το χέρι και του χαμογέλασε. Έκατσαν στον μοναδικό καναπέ του σπιτιού στην είσοδο.
- Σε περίμενα. Βλέπω όμως πάντα πιστός στα ραντεβού σου
- Ξέρεις ότι δεν αργώ ποτέ. Τί γίνεται;
- Να σου βάλω κάτι να πιείς;
- Λίγο ουίσκι με πάγο αν δεν σου είναι κόπος.
- Λοιπόν, τα έχω όλα έτοιμα. Το μόνο που θέλω από σένα είναι...η αγάπη σου!
Άρχισαν να γελάνε και οι δύο.
- Ακούω νούμερα.
Πήρε ένα χαρτί από το γραφείο και άρχισε να διαβάζει.
- Έχουμε 6000 φυλακίσεις με ποινή άνω του ενός χρόνου - περιλαμβάνονται 1000 ανήλικοι-, 1500 φόνους εκτός φυλακής από τους οποίους τουλάχιστον οι 1000 είναι αποδεδειγμένα κρατικοί ή και παρακρατικοί, 500 νεκροί μέσα στη φυλακή, 3000 τραυματίες στην κατηγορία των μη-τυχαίων συμβάντων, 100 από τους οποίους είναι κρατικά όργανα - οι υπόλοιποι αθώοι ή "ενεργοί", 1,5 δισεκατομύρια ευρώ αδικαιολόγητα έξοδα υψηλών υπαλλήλων ή οργάνων...θες να ακούσεις άλλα;
- Ακούω.
- 12000 οικογένειες χωρίς σπίτι, 2 εκατομύρια στρέμματα καμμένη έκταση το φετινό καλοκαίρι, 12% άνοδο του Ακαθάριστου Εισοδήματος, σταθεροί μισθοί, αύξυση εργατικού δυναμικού, είσοδος στο παιχνίδι 4 νέων μεγαλοεπιχειρήσεων, 156 θάνατοι σε ψυχιατρεία (αυτοκτονία-"φυσιολογικό παρερχόμενο" κλπ)...
- Δεν καταλαβαίνω από αριθμούς. Πέσμου σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές τί γίνεται.
- Αυξομειώσεις σταθερές. Καμία αλλαγή.
- Μάλιστα. Η τσάντα είναι έτοιμη;
- Να σε ρωτήσω κάτι; Κάθε φορά που συναντιόμαστε σου λέω τα ίδια πράγματα και μου κάνεις τις ίδιες ερωτήσεις. Παίζουν ρόλο οι απαντήσεις που σου δίνω; Παίζει γενικά κανένα ρόλο όλη αυτή η δουλειά που κάνω τόσα χρόνια τώρα;
- Όχι απλά να έχω μία γενική εικόνα... για να μην έχω τύψεις.
Άρχισαν να γελάνε πάλι ακόμα πιο δυνατά.
- Ορίστε η τσάντα. Οι ταυτότητες είναι μέσα.Τα γάντια να φορέσεις για να...
- Ξέρω ξέρω.
- Καλή τύχη.
Έβαλε μπρος τη μηχανή. 16 χρόνια δουλειάς για να κάνει κάτι μέσα σε ένα τέταρτο. Κάθε χρόνο πήγαινε σε αυτό τον φίλο του και σημείωνε τα νούμερα. Του φαινόταν περίεργο. Ήθελε να πιστεύει ότι αυτά τα νούμερα κάθε χρόνο ακολουθούσαν μία αριθμητική πρόοδο ανάλογη από κάποια παράμετρο. Κατέληξε ότι τελικά όντως ισχύει αυτό αλλά δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι η παράμετρος ήταν η ίδια η φύση του ανθρώπου. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο άνθρωπος τείνει προς την αυτοκαταστροφή. Ούτε τώρα το πίστευε. Αλλά, δεν τον ένοιαζε πλέον αν το πίστευε ή όχι, ούτε αν ισχύει ή όχι. Είχε πάρει μία απόφαση και θα το έκανε. Δεν ήξερε αν θα προσέφερε κάτι ή αν ήταν καλό ή κακό αυτό που θα έκανε. Απλά, μερικά πράγματα γίνονται και άλλα δεν γίνονται. Ο καθένας παίζει το ρόλο του στη ζωή του...
Πάρκαρε μπροστά από τη Βουλή. Ο εξωτερικός χώρος φρουρούταν την ώρα εκείνη από καμιά δεκαριά μόνο αστυνομικούς.
Για να μπορέσει να πλησιάσει αρκετά το κτίριο αναγκάστηκε να δείξει την πλαστή ταυτότητα ειδικού πράκτορα που είχε. Την τσάντα του την κράτησαν. Πήγε στο πίσω μέρος του κτιρίου. Ένας με στολή αστυνόμου τον πλησίασε και του έδωσε την τσάντα.
- Σε είδε κανείς;
- Όχι.
- Ωραία.
- Να σου πω κάτι που άκουσα τελευταία και μου έκανε εντύπωση;
Κοίταξε γύρω του απασχολημένος ενώ άνοιγε την τσάντα. Τον κοίταξε σιωπηλός περιμένοντας απάντηση σε αυτό που τον ρώτησε.
- Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες.
Μέσα στην τσάντα ήταν όλα. Έβγαλε μία κατασκευή αποτελούμενη από 10 μικρά μπουκαλάκια νερού γεμάτα με ένα περίεργο υγρό (δεν θυμόταν τον χημικό του τύπο αλλά ήταν καλός στη χημεία και ήξερε ότι ήταν αυτό που έπρεπε), δεμένα το ένα δίπλα στο άλλο και από την μία άκρη ήταν δεμένη μία συσκευή σαν κινητό τηλέφωνο. Υπήρχε και ένα άλλο κινητό τηλέφωνο ανεξάρτητο από την όλη κατασκευή.
- Πάρε την τσάντα και εξαφανίσου. Θα μιλήσουμε πιο μετά.
Έφυγε χαιρετώντας τους αστυνόμους.
- Την τσάντα σας κύριε μην ξεχάσετε.
- Ευχαριστώ.
Πήρε την τσάντα, την πέταξε στον πλησιέστερο κάδο απορριμάτων και μπήκε στο αμάξι. Έκανε ένα γύρο από το κεντρικό κτίριο. Απομακρύνθηκε 100 μέτρα περίπου. Έβγαλε από την τσέπη του έναν ασύρματο και πάτησε το κουμπί. Μία λάμψη έσκισε τον σχεδόν σκοτεινό ουρανό και αμέσως μετά ένας εκκωφαντικός θόρυβος έτριξε τα τζάμια του αμαξιού. Κοίταξε από τον καθρέφτη και είδε την φωτιά. Χαμογέλασε και μπροστά του φάνηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.


Υ.Γ. Το κείμενο δεν είναι πολιτικό. Είναι τύπου "Ζήσε τη στιγμή" όπως λέει και η διαφήμιση.