Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Χρονοτουμπες




Εμπειρίες που έμειναν στον χρόνο και μόνο εκεί. «Μου έχει λείψει η φωτιά» έλεγαν τα μάτια σου, σαν να σε κούρασε ο χρόνος. Σαν να γέρασες! Που πήγε η ενέργειά σου; Η αθωότητά σου; Η επίγνωση, η γνώση, ναι ξέρω, όλα αυτά... Αυτά τα «κοινωνικά, λογικά» αποφθέγματα που μετέτρεψαν όσα ζούμε σε χυδαίες αερολογίες με το περιποιημένο περιτύλιγμα της ηθικής ακολασίας! Η λογική, τα συναισθήματα, οι λέξεις! Ωχ μην με κουράζεις με αυτά! Άκουσε με για λίγο. Τί; Δεν μεγάλωσα ποτέ;

Πόσες φορές έπρεπε να κρυφτείς μέχρι να καταλάβεις τίς ικανότητές σου; «Γδύσου!» σου φώναζε κάποτε ο Μαρκήσιος που είχες μέσα σου! Απόλαυσε, πήδα, χοροπήδα. Οργίασε! Βγάλτα όλα! Πιάστο, μύρισέτο, νιώστο, γλείφτο φτύστο, βάλτο, βγάλτο! Και μια κραυγή στο τέλος μετά απο ένα σύντομο, ξεφρενο γαργαλητό! Ακόμα τα ίδια κάνω κι εγώ αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί. Σκέφτομαι και εσένα μερικές φορές... Νομίζω ότι κουράστηκες. Μα τί περίεργο να κουράστηκες εσύ!

Κι ύστερα, αφού πειστήκαμε ότι μεγαλώσαμε, όλα τα παιχνίδια μας, τα μοναδικά που ήταν πραγματικά δικά μας, μετατράπηκαν σε κοινοτυπίες. Και τώρα ακούω φωνές να κραυγάζουν στα αυτιά μου! Και τώρα βλέπω πώς δεν μπορώ να ξεφύγω. Αυτό είναι το αδιέξοδο με ακούς; Εδώ μέσα που χωθήκαμε κανείς δεν θα ξεφύγει! Κι όποιος είναι έξω απ’το χορό πολλά τραγούδια λέει και στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα και τα τοιάυτα. Μην εξάπτεσαι. Είτε χορεύεις είτε όχι τα πόδια σου θα τα εξασκήσεις μέχρι εξάντλησης! Είτε ακούς είτε είσαι κουφός η πόρτα θα είναι εκεί κι αν θες άνοιξέ τη! Εμπρός στρατιά των αγεφύρωτων ονείρων! Εμπρός κυρίες με τα βρακάκια σας!

Που πήγαν τα παιχνίδια μου; Μαμά! Μαμά! Που πήγαν τα παιχνίδια μου είπα! Τα θέλω τώρα! Φέρε μου μια μπάλα να την κλοτσάω στον απέραντο γαλάζιο ουρανό, στους δρόμους, στα δάση οπουδήποτε. Δυνατά! Κι ας σπάσω και κανένα τζάμι... Μαμά μη με μαλώσεις! Το ξέρω δεν θα με μαλώσεις. Και να τρέχω, να πέφτω, να σπρώχνω! Μα γιατί κάποια παιδιά δεν με παίζουν; Αυτο το κοριτσάκι μου έδειξε το βρακάκι της κάποτε! Με έκανε να ντρέπομαι! Ακόμα με κάνει να ντρέπομαι! Όταν μου δείχνουν τα βρακάκια τους κοριτσάκια με κάνουν να κοκκινίζω! Δεν μπορώ να το συνηθίσω. Και μου λένε κάτι πράγματα... Χιχι αν τα ακούγατε θα γελάγατε μαζί μου.

Σεξ, βία, ειρήνη, πολιτική, επιστήμη. Τί είναι όλα αυτά; Αυτά είναι τα παιχνίδια μου; Μα δεν θυμάμαι να τα έλεγα ποτέ έτσι. Μαμά τί λένε αυτοί οι κύριοι; Μα δεν καταλαβαίνω. Δηλαδή να μην παίξω μπάλα; Εντάξει θα πηγαίνω σχολείο. Μα σήμερα μου πονάει η κοιλιά μου, μπορώ να μην πάω; Θα κάτσω φρόνιμος. Κάνω φασαρία μα δεν μπορώ να το ελένξω. Τη βλέπεις αυτή; Είναι συμμαθήτριά μου. Με φίλησε! Χιχι! Εντάξει δεν με φίλησε ακριβώς γιατί νόμιζα ότι θα με δάγκωνε και τρόμαξα. Από τότε φοβάμαι να την πλησιάσω. Ωραίο το φιλί πάντως! Αλλά δεν θέλω να με γεμίζουν σάλια! Θέλω να τρέξω! Εγώ θέλω τη μπάλα μου! Θα σπάσω τζάμια!

Τί περίεργη αυτή η γιαγιά. Και γιατί μου κάνει περίεργες γκριμάτσες; Μυρίζει περίεργα. Γιατί μου πειράζει τη μύτη και τα μαλλιά μου συνέχεια; Τόσος κόσμος και δεν με αφήνει να κοιμηθώ. Τί είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τί κάνουν εδώ; Θα αρχίσω να φωνάζω. Και γιατί έρχονται από πάνω μου και με κοιτάνε και γελάνε και με πειράζουν; Μα δεν καταλαβαίνουν ότι πείνασα; Θα πιπιλίσω το δάχτυλο μου. Ωραίους ήχους βγάζουν αυτά τα πλαστικά πράγματα όταν τα χτυπάω. Τί είναι αυτό; Περίεργο. Βάζω τα χέρια μου μπροστά και δεν το βλέπω. Κι όταν βγάζω τα χέρια μου και το κοιτάω μου πονάνε τα μάτια. Το φως! Κλείστε το φως!